- κορακῖνοι
- κορακῖνοςyoung ravenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… … Dictionary of Greek